μετέχοντας

μετέχοντας
μετέχω
partake of
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • LEONES — I. LEONES mystae dicti Mithriacorum sacrorum. Tertullian. Sicut aridae et ardentis naturae sacramenta Leones Mithra philosophantur. Porphyr. Ω῾ςτ τοὺς μετέχοντας τῶ ἀυτῶ ὀργίων μύςτας λέοντας καλεῖν τὰς δὲ γυναῖκας ὑαίνας, Sic ut participes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξελαύνω — ἐξελαύνω (AM) [ελαύνω] 1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.) 2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπρος αρχ. 1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. (για άλογα και… …   Dictionary of Greek

  • νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ …   Dictionary of Greek

  • ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… …   Dictionary of Greek

  • παίδευση — η (ΑΜ παίδευσις) [παιδεύω] 1. εκπαίδευση, αγωγή, παιδεία («Έλληνας καλεῑσθαι τοῡς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντας», Ισοκρ.) 2. το αποτέλεσμα τής εκπαίδευσης, οι γνώσεις, η μόρφωση («οὐ ζηλῶ σε τῆς παιδεύσεως», Αριστοφ.) μσν. φρ. «ἡ σὴ… …   Dictionary of Greek

  • συνυποδύομαι — Α 1. εισχωρώ κάπου μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο 2. υφίσταμαι κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («τῆς αἰτίας μὴ μετέχοντας αὐτοὺς συνυποδύεσθαι τὸν κίνδυνον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑποδύομαι «εισέρχομαι, εισχωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • χορωδώ — έω, Α 1. τραγουδώ μετέχοντας σε χορό θεάτρου 2. τραγουδώ χορεύοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + ῳδῶ (< ῳδός < ᾠδή), πρβλ. κωμ ῳδῶ] …   Dictionary of Greek

  • Αγριώνια — Βακχική γιορτή, που γινόταν στον Ορχομενό της Βοιωτίας, τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο, ίσως κάθε τριετία. Κατά τον Πλούταρχο, η γιορτή είχε το παρακάτω τυπικό: γυναίκες έτρεχαν στα χωράφια και στα βουνά, αναζητώντας τον Διόνυσο. Ταυτόχρονα, με… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Λαβέλ, Λουί — (Louis Lavelle, Σεν Μαρτέν ντε Βιλερεάλ 1883 – 1951). Γάλλος φιλόσοφος. Διετέλεσε καθηγητής στο Collège de France (1941) καθώς επίσης και μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών (1947). Οι βασικές αρχές της φιλοσοφίας του Λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”